βιβλιογράφος — writer of books masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιογράφος — ο (AM βιβλιογράφος, Α και βιβλιαγράφος) νεοελλ. αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη βιβλιογραφία αρχ. μσν. γραφέας ή αντιγραφέας χειρογράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + γράφος] … Dictionary of Greek
βιβλιογράφοι — βιβλιογράφος writer of books masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιογράφον — βιβλιογράφος writer of books masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιογράφου — βιβλιογράφος writer of books masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιογράφους — βιβλιογράφος writer of books masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιογράφων — βιβλιογράφος writer of books masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
Κατσίμπαλης, Γεώργιος — (Αθήνα 1899 – 1978). Λόγιος και βιβλιογράφος. Ασχολήθηκε με τη βιβλιογραφία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Σπούδασε νομικά στο Μονπελιέ και στο Παρίσι. Το 1925 κυκλοφόρησε μία μετάφραση των ποιημάτων του Κωστή Παλαμά στο Λονδίνο, σε συνεργασία με… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek